- σταχάνη
- σταχάνη, ἡ, ([etym.] ἵστημι, στήκω)A balance: prov.,
δικαιότερος σταχάνης Zen.3.16
, Diogenian.4.28, Lib.Ep.1363, Suid., etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δικαιότερος σταχάνης Zen.3.16
, Diogenian.4.28, Lib.Ep.1363, Suid., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταχάνη — balance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχάνη — ἡ, ΜΑ 1. ζυγός, ζυγαριά 2. φρ. «δικαιότερος σταχάνης» ακριβοδίκαιος, αυτός που κρατάει τη ζυγαριά τής δικαιοσύνης (Ζήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. στα χ άνη, με επίθημα άνη, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. τρυτ άνη) ανάγεται στο θ.… … Dictionary of Greek
σταχάνην — σταχάνη balance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχάνης — σταχάνη balance fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)